Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Διήγημα [Όχι ακριβώς παράθυρο...]

Μανωλάς Εμμανουήλ, 16/01/2006

Όχι ακριβώς παράθυρο…


Την πρώτη φορά που του συνέβη βρέθηκε στην πεδιάδα όπου δυο ομάδες πολεμούσαν με παλαιικά όπλα και φώναζαν η μια σε περίεργα ελληνικά και η άλλη μάλλον σε τούρκικα. Ήταν τόσο ζωντανό που φοβήθηκε. Κατάλαβε ότι ίσως κάτι πήγαινε στραβά με το μυαλό του και ζήτησε την βοήθεια γιατρού, που του είπε καθησυχαστικά «…είναι τα νεύρα σας τεντωμένα και γι’ αυτό σας δημιούργησαν αυτή την φαντασίωση…»
Άρχισε να παίρνει τα φάρμακα που του έγραψε ο γιατρός χωρίς να έχει πραγματικά πειστεί για τις εξηγήσεις, μια που όλες οι λεπτομέρειες της μάχης είχαν ακουστεί τόσο πραγματικές…

Σήμερα στο γραφείο οι συνηθισμένες καθημερινές παραγγελίες είχαν έρθει και οι υπάλληλοι ετοίμαζαν την αποστολή των προϊόντων μετακινώντας παλέτες και συσκευάζοντας τα κιβώτια για τους πελάτες. Ο Αλκίνοος τους έβλεπε καθαρά μέσα από το ημιδιαφανές διαχωριστικό του γραφείου. Γιατί όμως δεν άκουγε τον συνηθισμένο καθημερινό θόρυβο; Άκουγε το μανιασμένο φύσημα του ανέμου και τα τρομαγμένα κρωξίματα των πουλιών, όμως δεν φυσούσε ούτε είχαν πουλιά μέσα στο γραφείο!
Δεν είπε τίποτε στην γραμματέα του, αλλά ανησύχησε πολύ που του συνέβη πάλι αυτό.
Τα φάρμακα είχαν τελειώσει την περασμένη εβδομάδα, προφανώς όμως η επίδρασή τους ήταν παροδική. Άκουγε τον μανιασμένο αέρα σαν να βρισκόταν σε δασωμένη πλαγιά βουνού, ενώ μέσα στο γραφείο δεν κουνιόταν τίποτε, εκτός από την γραμματέα που με τα ευκίνητα δάχτυλά της έγραφε στον υπολογιστή εντελώς αθόρυβα. Άκουγε τα τρομαγμένα πουλιά, που έφευγαν κρώζοντας σαν να τα πλησίαζε κάτι, και ίσως ήταν της αναστατωμένης φαντασίας του, αλλά του φάνηκε ότι ο αέρας μύριζε ρετσίνι πεύκου και κατεργασμένο δέρμα και ιδρώτα Αντιλήφθηκε ότι είχε ιδρώσει πραγματικά. Μύρισε με προφύλαξη την μασχάλη του, και εισέπνευσε την έντονη μυρωδιά του αποσμητικού του και την αδιόρατη μυρωδιά του σχεδόν καινούργιου μάλλινου σακακιού του που το είχε περασμένο στην ράχη της πολυθρόνας του. Έξω από το γραφείο ο παλετοφόρος έτριζε από το βάρος και οι εργάτες λέγανε για την ομάδα που έχασε πάλι την Κυριακή κάποιες χοντράδες που τους φαίνονταν αστείες, καθώς ετοιμάζονταν να φορτώσουν τα κιβώτια στο φορτηγό. Η Κατερίνα έγραφε με μέτρια ταχύτητα, όπως μαρτυρούσε ο ήχος των πλήκτρων, ετοιμάζοντας τα δελτία αποστολής για τους πελάτες.
Το επεισόδιο φαινόταν πως είχε λήξει, αλλά ο Αλκίνοος, με τον σφυγμό του να χτυπάει δυνατά στην φλέβα του κροτάφου του, καθόταν στο γραφείο και σκεφτόταν πως έπρεπε να μιλήσει με κάποιον για το θέμα αυτό. Όχι στον γιατρό. Ο γιατρός θα τον μπούκωνε πάλι με φάρμακα, ηρεμιστικά ή ποιος ξέρει τι άλλο. Δεν τα συμπαθούσε τα φάρμακα, παρά το ότι αναγνώριζε πως τον είχαν βοηθήσει να αντιμετωπίσει κάποιους σποραδικούς κεφαλόπονους. Το καλύτερο θα ήταν να μιλήσει με τον φίλο του τον Γιάννη, που ήταν μεν ηλεκτρολόγος του Πολυτεχνείου, αλλά είχε γνώσεις για τα πιο περίεργα πράγματα.
Ο Σωτήρης, υπεύθυνος της αποθήκης, έβαλε το κεφάλι του από την πόρτα και του είπε: «Είναι τριάντα έξη κόλα. Είκοσι κόλα για Πειραιά και δεκαέξι για Σαλαμίνα».
«Εντάξει. Πάρε τα δελτία που ετοίμασε η Κατερίνα και πες τους να προσέχουν στον δρόμο. Είχε βρέξει τα χαράματα».
«Ρωτάνε τα παιδιά, να σας φέρουνε κα’να καυτερό όπως θα γυρίζουνε
«Δεν έχω κέφι για μπιφτέκια σήμερα. ‘Ευχαριστώ’, πες τους. Ίσως αύριο».
Η Κατερίνα, δίνοντας στον Σωτήρη τα παραστατικά, του είπε: «Εσύ, θα παράγγειλες πάλι πέντε. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα τρως με τόση πάπρικα που τους βάζει αυτός ο ευλογημένος!»
Ο Σωτήρης γέλασε με αυταρέσκεια, πήρε τα χαρτιά και έφυγε προς το φορτηγό.
Η Κατερίνα ρώτησε «Με θέλετε για κάτι άλλο; Θα ήθελα να φύγω νωρίς σήμερα, όπως σας εξήγησα χθες».
«Να φύγεις. Να φύγεις. Μην ξεχάσεις να ταχυδρομήσεις τον φάκελο που ετοίμασα για τους Γάλλους. Δεν σε χρειάζομαι άλλο σήμερα. Γεια σου. Χαιρετισμούς στον Γεράσιμο».
«Ευχαριστώ. Καλό απόγευμα».

Ο Αλκίνοος είχε σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτιζε με τα πλήκτρα τον αριθμό του Γιάννη. Έκλεισε ραντεβού να συναντηθούν στο «Λασίθι» το απόγευμα στις έξι.
Το μεσημέρι στο σπίτι ξανασκέφτηκε το πρωινό επεισόδιο. Δεν είχε καμιά προειδοποίηση, μια ζαλάδα, ένα ρίγος, κάτι… Ξαφνικά, σαν να είχε βρεθεί αλλού, άκουγε πεντακάθαρα τι γινόταν γύρω του, μόνο που γύρω του δεν γινόταν τίποτε από αυτά που άκουγε, ή που νόμιζε ότι άκουγε. Και σήμερα, στο γραφείο, για λίγο ο αέρας του είχε φανεί διαφορετικός, ελαφρύς, μυρωδάτος, αναζωογονητικός. Χειροτέρευε; Ίσως. Σε τελευταία ανάλυση, μπορούσε να ξαναρχίσει τα χάπια.
Έριξε μια ματιά στην εφημερίδα για να απασχολήσει με κάτι διαφορετικό το μυαλό του. Πάλι έγραφε για τις διαμάχες των αστρονόμων αν το ουράνιο σώμα που πλησίαζε το ηλιακό μας σύστημα ήταν σε τροχιά πιθανής σύγκρουσης ή όχι. Του είχαν δώσει μάλιστα και κωδικό όνομα QVD από το λατινικό Quo Vadis Domine (Πού πηγαίνεις κύριε;). Τον Χριστό είχαν ρωτήσει; Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί.

Το παραθαλάσσιο μαγαζάκι που συναντήθηκαν είχε ωραία θέα προς το ηλιοβασίλεμα και νοστιμότατο παγωτό καραμέλα που άρεσε στον Αλκίνοο και το έτρωγε χειμώνα καλοκαίρι. Ο Γιάννης φορούσε το πολυκαιρισμένο πέτσινο, που το είχε καταντήσει δεύτερο δέρμα του. Αφού τον βόλευε, ας το είχε μονοφόρι. Παράγγειλαν αυτά που ήθελαν, διπλό εσπρέσο και παγωτό καραμέλα ο Αλκίνοος, βάφλα με παγωτό καϊμάκι και σιρόπι βύσσινο ο Γιάννης, και άρχισαν να μιλάνε χωρίς ειρμό, για την εκπληκτικά μεγαλόσωμη γάτα του μαγαζιού, για την σειρά των νέων φωτιστικών στο πλάι του δρόμου που κάποιοι είχαν σπάσει συστηματικά, για το νέο κύμα διώξεων του παραδικαστικού κυκλώματος, και άλλα τέτοια. Όταν έφτασε η παραγγελία, τσάκισαν τα παγωτά χωρίς κουβέντα, ο Γιάννης παράγγειλε και έναν γλυκό φραπέ, και ο Αλκίνοος πίνοντας λίγο από τον σκέτο καφέ του, ξεκίνησε να μιλήσει για το πρόβλημα που τον απασχολούσε.
Ο Γιάννης τον έκοψε: «Πώς τον πίνεις έτσι δηλητήριο; Βάλε μισή κουταλιά ζάχαρη».
«Είχε αρκετή ζάχαρη το παγωτό καραμέλα. Μου φτάνει και μου περισσεύει. Άκουσε τώρα τι μου συμβαίνει και με έχει ανησυχήσει. Θέλω την γνώμη σου».
Ο Αλκίνοος παρέθεσε τα γεγονότα και ο Γιάννης τον άκουσε προσεκτικά, ρουφώντας αργά τον καφέ, που του έφεραν, με το καλαμάκι.
«Τρως κανονικά; Μήπως έχεις παραγγείλει κάτι περίεργο εκεί γύρω από την εταιρεία, κα’να μεξικάνικο μανιτάρι, κάποια περίεργη σάλτσα;» ήταν το πρώτο που ρώτησε ο Γιάννης.
«Τίποτε. Καφέ φέρνω από το σπίτι με το θερμός, για να είναι όπως ακριβώς τον θέλω. Δεν έχω λόγο να αγοράζω χαρμάνι μπλου μάουντεν για το προσωπικό. Δεν θυμάμαι για την πρώτη φορά, αλλά σήμερα, παρά το ότι σηκώθηκα νωρίς, είχα φάει μόνο μια φέτα κέικ πορτοκάλι το πρωί».
«Και τα δυο περιστατικά έγιναν στο γραφείο σου;»
«Ναι. Το πρώτο έγινε απόγευμα, πριν από έναν περίπου μήνα, το άλλο σήμερα το πρωί».
«Είναι κάτι που αισθάνεσαι εσύ, αλλά όχι οι άλλοι. Είναι πραγματικά περίεργο. ’Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να δοθεί μια απάντηση με νόημα’, όπως έλεγε και ο Μούλτιβακ. Φαίνεται σαν να ανοίγει μια τρύπα στον χωροχρόνο και να σου φέρνει ήχους από άλλον τόπο και άλλον χρόνο».
«Και μυρωδιές».
«Και μυρωδιές. Ακοή, όσφρηση, και ποιος ξέρει, αν σου ξανασυμβεί, τυχερέ, ίσως να μπορέσεις να δεις τον παλιό τον κόσμο, που δεν τον είδαμε ποτέ».
«Και να με σκοτώσει κάποιο βόλι από καριοφίλι, ή να κολλήσω μικρόβιο από κάποια αρχαία αρρώστια για την οποία δεν θα έχω αντισώματα!»
«Μη βάζεις τα χειρότερα στον νου σου. Σιγά, που θα έχεις επαφή! Καταρχήν δεν ξέρουμε τι είναι. Θες να κάνουμε, ώρα που είναι, μια εικασία για τρύπα στον χωροχρόνο, όταν, πρακτικά, δεν γνωρίζουμε τι είναι ο χωροχρόνος; Η μόνη αίσθηση που έχουμε είναι ότι οι διαστάσεις γύρω μας είναι τέσσερις, τρεις του χώρου και μια του χρόνου. Αλλά κι αυτό ανακρίβεια είναι! Οι διαστάσεις, που χρειάζονται για να περιγραφεί ο κόσμος από τους ήλιους μέχρι τον κβαντικό αφρό είναι τουλάχιστον δεκάξι, κι εμείς κινούμαστε μόνο σε τέσσερις από δαύτες, με συνολική ταχύτητα όση είναι η ταχύτητα του φωτός στο κενό. Και δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει στην φύση κενό μετά την ανακάλυψη της σκοτεινής ύλης, και μάλλον θα ξαναγυρίσουμε σε κάτι σαν τον αιθέρα των αρχαίων, αλλά πλατειάζω γιατί δεν μας ενδιαφέρει τώρα αυτό. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εσύ μάλλον ακούς κάτι από μια πέμπτη διάσταση»
«Και πώς μεταδίδεται ο ήχος από εκεί εδώ;»
«Δεν ξέρω. Αν μεταδιδόταν κανονικά, θα τον άκουγαν κι οι άλλοι. Βασίζομαι στο λόγο σου που λες ότι τον ακούς κανονικά, ενώ ταυτόχρονα χάνονται όλοι οι συνηθισμένοι ήχοι. Είσαι ο μοναδικός δέκτης μιας ανεξήγητης εκπομπής, που η έντασή της επικαλύπτει τις άλλες εκπομπές. Θα έπρεπε να το παρατηρήσουμε και να το εξηγήσουμε καλύτερα».
«Τι να παρατηρήσουμε; Αφού όλα συμβαίνουν μέσα στο μυαλό μου. Οι υπάλληλοι γύρω μου δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται κάτι σχετικό».
«Τι να σου πω; Με ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ίσως;»
«Έλα ρε Γιάννη! Αφού δεν ξέρω πότε μου συμβαίνει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου συνέβη δυο φορές όταν ήμουν στο γραφείο. Θα κυκλοφορώ εκεί με καλώδια στο κεφάλι σαν τρελός εφευρέτης;»
«Πάρε τα χάπια για λίγο, αφού ξέρεις ότι εξαφανίζουν τα περιστατικά, και όταν έρθουν οι διακοπές του Πάσχα, διώξε το προσωπικό πριν από την Κυριακή των Βαΐων να είναι και ευχαριστημένοι, και μετά σε παρακολουθούμε με την ησυχία μας στο γραφείο σου αφού μόνο εκεί σου συμβαίνει. Θα συνεννοηθώ με τον Διονύση να φέρει τα συμπράγκαλα και θα σου κάνουμε εμείς παρέα στο γραφείο. Τάβλι θες, σκάκι; Θα περάσει η ώρα. Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν σκόπευα να πάω Πασχαλινές διακοπές. Θα περάσουμε μια χαρά μαζί».

Ήταν Μεγάλη Δευτέρα, απομεσήμερο. Στο τραπέζι είχε απομείνει μισή πίτσα γίγας αφάγωτη. Ήταν απίστευτο, αλλά έφτιαχναν και νοστιμότατες νηστίσιμες πίτσες. Ο Διονύσης ο γιατρός, είχε αράξει στον δερμάτινο καναπέ και μερικές μπύρες τον είχαν βοηθήσει να μισοκοιμηθεί. Ο Γιάννης σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συνεχίσει για να χτυπήσει την Σικελική άμυνα που προτιμούσε πάντοτε ο Αλκίνοος στο σκάκι όταν είχε τα μαύρα. Ξαφνικά …
Στον δρόμο βρισκόταν μια ομάδα ρακένδυτων ανθρώπων. Τα ρούχα δεν ήσαν όλα παλιά, αλλά ήσαν κουρελιασμένα από τα μαστιγώματα. Περίεργες ψαλμωδίες και λυγμικές κραυγές ανέβαιναν παρακλητικά προς τον σποραδικά συννεφιασμένο ουρανό από τους ανθρώπους του δρόμου και από τους παριστάμενους θεατές από τη μια μεριά του δρόμου, εκείνη προς το χωριό. Στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε αυλάκι που το περιεχόμενό του κυλούσε αργά αποπνέοντας απίστευτη βοθρίλα. Η γλώσσα των κραυγών ήταν ακατανόητη. Ίσως έλεγαν κάποιο ‘ντόμινε’ μέσα σε όλα τα άλλα. Μια αδύνατη γυναίκα είπε στον Αλκίνοο που κρατούσε με τρεμάμενα χέρια το ζεστό από τον ήλιο ξύλινο περβάζι : «Έλα μέσα και κλείσε το παράθυρο!».
«Τι;»
«Σειρά σου είναι, λέω. Παίξε» είπε ο Γιάννης, αλλά βλέποντας το βλέμμα του Αλκίνοου κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Ξανάγινε; Άκουγες κάτι; Διονύση ξύπνα!»
Ο Διονύσης έσκυβε ήδη πάνω από το μηχάνημα που έγραφε την εγκεφαλική δραστηριότητα του Αλκίνοου. Το τελευταίο λεπτό, τρεις από τις βελόνες είχαν καταγράψει απίστευτη αναταραχή, σαν να είχε γίνει σεισμός στο μυαλό του Αλκίνοου, και μια από αυτές είχε μείνει για το ίδιο χρονικό διάστημα τελείως ακίνητη, αλλά όχι μηδενισμένη, κάπως μετατοπισμένη. «Σε όλη μου την καριέρα δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα!» είπε με θαυμασμό και ανησυχία ο Διονύσης.
«Ευκαιρία να κάνεις άλλο ένα διδακτορικό!» του είπε ο Γιάννης. Γυρίζοντας στον αποσβολωμένο Αλκίνοο, τον παρότρυνε: «Έλα! Λέγε τα τώρα που τα έχεις φρέσκα!»
Αφού περιέγραψε ο Αλκίνοος το χωριό, το σπίτι και την σκηνή που είδε κάτω στον δρόμο, ο Γιάννης είπε: «Έχουμε και όραση και αφή τώρα. Βελτιώνεσαι». Ο Αλκίνοος τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο Γιάννης συνέχισε απτόητος. «Το πρώτο περιστατικό ήταν στον εθνικο - απελευθερωτικόν αγώνα της Ελλάδας το χίλια οχτακόσια τόσο, το τρίτο, αφού σου μίλησε Γαλλικά η γυναίκα, φαίνεται ότι ήταν σε Γαλλικό χωριό στον Μεσαίωνα, που μαστιγωνόντουσαν για να γλιτώσουν από την πανούκλα, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έφταιγαν και οι εξωτερικές αποχετεύσεις. Για το δεύτερο δεν έχουμε στοιχεία, ας πούμε ότι βρέθηκες σε κάποιο ψηλό βουνό κάποτε ανάμεσα στις δυο χρονικές στιγμές. Με το επόμενο περιστατικό θα μάθουμε αν ταξιδεύεις όλο και πιο βαθιά πίσω στον χρόνο».
«Ποιο επόμενο περιστατικό;» ρώτησε σαν αφηρημένος ο Αλκίνοος.
«Έκοψες τα χάπια την Παρασκευή» είπε ο Διονύσης. «Η επίδρασή τους πέρασε, αφού είχες ένα όραμα. Θα έλεγα ότι το επόμενο θα συμβεί σύντομα, ας πούμε αύριο το μεσημέρι».

Έκανε λαθεμένη εκτίμηση. Μετά από δυο ώρες περίπου ο Αλκίνοος έμεινε ακίνητος, ενώ οι βελόνες έγραφαν σαν τρελαμένες.
Μπροστά του η τίγρις έσερνε μισή γυναίκα έχοντας στα κατακόκκινα σαγόνια της τον σπασμένο λαιμό ενώ λίγο πιο κει ένα λιοντάρι είχε αρχίσει να τρώει τα εντόσθια της άλλης μισής. Τα ουρλιαχτά θηρίων, θυμάτων και θεατών τρέλαιναν το μυαλό του και η μπόχα της αρένας ήταν απίστευτη. Ένα μικρότερο λιοντάρι πλησίασε και τον οσμίστηκε μερικές φορές, επειδή ίσως δεν μύριζε όπως το κανονικό φαγητό του.
Ο Διονύσης έβλεπε τις βελόνες και σκέφτηκε ότι η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή για να την αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Έπρεπε να πάνε τον Αλκίνοο στο νοσοκομείο. Οι συνάδελφοι που του δάνεισαν τα φορητά μηχανήματα ηλεκτρεγκεφαλογραφίας θα ήσαν πανευτυχείς να μελετήσουν το απίστευτο αυτό φαινόμενο. Ξαφνικά ο Αλκίνοος άρχισε να χλομιάζει και στο πρόσωπό του να σχηματίζεται φόβος. Ο Διονύσης σκέφτηκε πως αυτό το αρχέγονο αντανακλαστικό του οργανισμού, να μαζεύει το αίμα στο κέντρο του σώματος για να μην χαθεί μεγάλη ποσότητα από μια πιθανή πληγή, έδειχνε ότι ο Αλκίνοος κινδύνευε. Την ώρα που ο Γιάννης έλεγε «Να τον ξυπνήσουμε; Μπορούμε να τον συνεφέρουμε;» τρεις χαρακιές έγιναν στον αριστερό πήχη του Αλκίνοου που τον είχε σηκώσει σαν για να προστατευτεί. Το κρέας φάνηκε κόκκινο κάτω από το χωρισμένο δέρμα, αλλά δεν μάτωσε. Ο Αλκίνοος μούγκρισε την ώρα που τον έπιασε ο Διονύσης, και συνήλθε.
Ο φόβος του ήταν εκεί και θα έμενε για πάντα. Δυσκολευόταν να αντιληφθεί πού πήγε το λιοντάρι και πως βρέθηκαν οι φίλοι του μέσα στην αρένα. Τους περιέγραψε τρομοκρατημένος πώς είχε βρεθεί μαζί με κάποιους άθλιους που τους έτρωγαν τα θηρία για να διασκεδάζουν τα άλλα θηρία στις κερκίδες. Ο Διονύσης του εξήγησε γιατί του απολύμανε και του έδεσε το χέρι, και ήταν προφανές σε όλους ότι πιθανώς ούτε το πανεπιστημιακό νοσοκομείο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Υπήρχε στενή επαφή με τον άγνωστο κόσμο, επικίνδυνη επαφή, σε μια διάσταση απρόσιτη και ακατανόητη για όλους, εκτός από τον Αλκίνοο. Τουλάχιστον, όταν τον άγγιξε ο Διονύσης, είχε επανέλθει. Ήταν τυχαίο, ή μπορούσαν να το κάνουν πάντα; Μέτρησαν την καταγραφή του φαινομένου. Είχε διαρκέσει περίπου ένα λεπτό, όπως προηγουμένως, αν και δεν μπορούσε να βγει αξιόπιστο συμπέρασμα. Η εποχή όμως μπορούσε να προσδιοριστεί καλύτερα. Οι Ρωμαίοι ξεκαθάριζαν τους πρώτους χριστιανούς, που τους θεωρούσαν απειλή για τον θεϊκό αυτοκράτορα, ρίχνοντάς τους βορά σε άγρια θηρία. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές δεν φάνηκαν ιδιαίτερα ξαφνιασμένοι όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα. Αυτό από μόνο του ήταν πολύ περίεργο, σκέφτηκε ο Διονύσης. Κανονικά έπρεπε να αμφισβητήσουν και τις περιγραφές και τα στοιχεία που καταγράφηκαν από τα μηχανήματα. Άρα, έπρεπε να υπάρχουν κι άλλα περιστατικά που δεν είχαν ανακοινωθεί και δεν ήταν μόνο ο Αλκίνοος θύμα μιας βάσκανης μοίρας. Έμαθε αργότερα από τον καθηγητή, στον οποίο είχε κάνει το διδακτορικό του, πως αυτό ήταν αλήθεια, υπήρχαν πολλοί διαταραγμένοι, αλλά όχι όλη η αλήθεια.
Το ουράνιο σώμα που πλησίαζε το ηλιακό μας σύστημα, ο QVD, πιθανότατα επρόκειτο να συγκρουστεί με την Γη και οι κυβερνήσεις προτίμησαν να μη γίνει ανακοίνωση στο ευρύ κοινό για να αποφευχθούν η μαζική υστερία και η πιθανή έξαρση αναρχίας και εγκληματικότητας. Μόνο όσοι φρόντιζαν τους διαταραγμένους είχαν αυτή την απόρρητη πληροφόρηση και είχαν δεσμευτεί σε εχεμύθεια. Υπήρχε μικρή πιθανότητα να μη γίνει τελικά η κοσμική σύγκρουση, οπότε έτσι απέφευγαν την πρόκληση σάλου και πανικού στην οικουμένη.
Η εξήγηση που συζητιόταν εκτεταμένα στο νοσοκομείο ήταν απλή. Η επίδραση του κοσμικού QVD, που τον φαντάζονταν κακόβουλο εισβολέα όπως στην ταινία «Το πέμπτο στοιχείο», σε ορισμένα υπερευαίσθητα άτομα δημιουργούσε οράματα, που έμοιαζαν με ταξίδια στον χρόνο. Υπήρχαν μάλιστα και μερικά άτομα που πίστευαν πραγματικά ότι είχαν βρεθεί αλλού, και με αυθυποβολή εμφάνιζαν σωματικές αλλοιώσεις. Έτσι, εξηγούσαν, έγιναν και οι πληγές του Αλκίνοου.
Ήσαν τόσοι πολλοί οι διαταραγμένοι, που δεν προλάβαιναν πια οι αρμόδιοι να ενημερώνουν τα αρχεία για τις εποχές που είχε δει ο καθένας τους. Πολλές μάλιστα από τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να μελετηθούν κανονικά γιατί οι παθόντες δεν έρχονταν στις προσυμφωνημένες συναντήσεις.

Ο Διονύσης περίμενε μερικές εξετάσεις από το μικροβιολογικό πριν δεχτεί την επικρατούσα άποψη. Είχε στείλει την γάζα που σκούπισε το τραύμα του Αλκίνοου για εξέταση. Η απάντηση ήταν καταλυτική.
«Εκτός από το αίμα του πελάτου σας, υπήρχε και υλικό με DNA άλλου ανθρώπου και υλικό με DNA αιλουροειδούς ζώου, πιθανώς τίγρεως. Συμφώνως με τας ανακαλύψεις περί ουδετέρας εξελίξεως, του γενετιστού Κιμούρα, που μας βοηθούν να χρονολογούμε τα εξελικτικά συμβάντα με ανασύσταση της φυλογενετικής ιστορίας των οργανισμών, αυτά τα δείγματα DNA είχαν ηλικία τουλάχιστον χιλίων ετών», τον βεβαίωσε κατάπληκτος ο ίδιος ο διευθυντής του εργαστηρίου.
Ο Διονύσης πήρε την γνωμάτευση, ευχαρίστησε, και έφυγε χωρίς να προσπαθήσει να διατυπώσει μια θεωρία για τα απίστευτα αυτά στοιχεία.
Τι συμπέρασμα έβγαινε από όλα αυτά; Δεν ήταν φαντασίωση, ούτε όραμα, ούτε άλλη τέτοια ‘επιστημονική’ εξήγηση. Υπήρξε επαφή. Δεν ήταν μόνο ένα παράθυρο, από το οποίο είδε ο Αλκίνοος τον κόσμο σε κάποια χρονική στιγμή του απώτερου παρελθόντος. Ήταν μια κανονική θύρα. Ήταν ανοιχτή και μπορούσαν να την περάσουν κάποιοι ευαίσθητοι.
Ή κάποιοι τυχεροί. (Και ποιος έριχνε τα ζάρια;).
Ή κάποιοι διαλεγμένοι. (Και ποιος τους διάλεγε όμως; Ο Αϊνστάιν είχε πει πως ο θεός δεν ρίχνει ζάρια. Κάποια πανίσχυρη δύναμη όμως διάλεγε κάποιους, τους έπαιρνε, και άφηνε τους άλλους πίσω).
Οι εκπομπές στην τηλεόραση είχαν γεμίσει ιεροκήρυκες και ουφολόγους και κανένας λογικός άνθρωπος δεν άντεχε το συνεχές χαρδαβέλασμα. Ο Διονύσης διάβασε προσεκτικά όποια εκδοχή κυκλοφορούσε στις εφημερίδες ως τεκμηριωμένη και αληθοφανής, έψαξε σε διαδικτυακές εγκυκλοπαίδειες για διασταύρωση στοιχείων, αλλά το χάος πλησίαζε και το σύστημα κατέρρεε ορατά αφού χάνονταν άνθρωποι και ζώα με εκθετικούς ρυθμούς από όλον τον πλανήτη. Αποφάσισε να γράψει ένα μικρό χρονικό, όπου σημείωσε αυτά που μπορούσε να δεχτεί και να καταλάβει το μυαλό του μέσα στον γενικό ορυμαγδό.

Από τις σημειώσεις που άφησε ο Διονύσης:

... Η θεωρία που έχει επικρατήσει στους σοβαρότερους επιστημονικούς κύκλους είναι η παλιά άποψη του Σερ Τζέιμς Λάβλοκ, επιστήμονα της ατμόσφαιρας και χημικού, ότι στον πλανήτη υπάρχει ένα αυτοδιαχειριζόμενο ζωντανό σύστημα, που του είχε δοθεί το όνομα της Ελληνίδας θεάς Γαίας, το οποίο ρυθμίζει το περιβάλλον του με στόχο την διατήρησή του και την συνέχειά του.
Τέτοιες απόψεις, διάτρητες και αμφισβητήσιμες όταν διατυπώθηκαν, είχαν επικριθεί σφοδρά από επιστήμονες όπως ο ρηξικέλευθος βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς, που απέκλειαν ότι υπήρχαν συνειδητοί μηχανισμοί που ενεργοποιούσαν βρόχους ανάδρασης για την σταθεροποίηση του συστήματος. Οι συζητήσεις είχαν απορρίψει κάθε τελεολογικό περιεχόμενο στην θεωρία της Γαίας, αλλά τελικά είχαν δεχτεί ορισμένους μηχανισμούς ομοιόστασης και συνεξέλιξης.
Όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι (α) ένα συγκεκριμένο περιβάλλον μπορούσε να στηρίξει κάποια συγκεκριμένη μορφή ζωής, και ότι (β) η ζωή είχε επίδραση στο περιβάλλον. Έτσι, άλλωστε, η Γη εξελίχθηκε, από πρώιμα οξεόφιλα και μεθανιογόνα βακτήρια, σε κόσμο με πλούσια σε οξυγόνο ατμόσφαιρα που επιτρέπει την σύγχρονη οικολογική βιοποικιλότητα.
Σήμερα που γράφω αυτές τις σημειώσεις, όλοι γνωρίζουν ότι υπήρχε ακόμη ένα χαρακτηριστικό στην Γαία που δεν είχε γίνει αντιληπτό από τους ανθρώπους και που θα είχε προσφέρει μεγάλη χαρά στον φυσικό Μπράιαν Γκριν που θα έβλεπε τις χωροχρονικές θεωρίες του για ‘το κομψό σύμπαν’ να υλοποιούνται. Η Γαία μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιες χρονικές διαστάσεις, που ήσαν περιελιγμένες σε άλλες χωρικές διαστάσεις. Βλέπετε, οι θεωρίες των υπερχορδών και των πολλών διαστάσεων υπήρχαν, αλλά μας ήταν αδύνατον να επινοήσουμε κατάλληλα πειράματα για να αποδειχθούν.
Το απαιτούμενο πείραμα είχε διαπλανητικές διαστάσεις, και ο υπερκόσμιος QVD πλησιάζοντας απειλητικός, έπιασε την οντότητα της Γαίας απροετοίμαστη. Όλες οι μορφές ζωής που περιείχε, προϊόντα χιλιετιών εξέλιξης, θα εξαφανίζονταν. Η Γαία όμως φαίνεται πως είχε τρόπο να μετακινεί τα πλάσματά της, για να τα διασώσει, από μια άγνωστη στους ανθρώπους διάσταση σε κάποια παλιότερη χρονική στιγμή, ώστε να έχει χρόνο προετοιμασίας για την σύγκρουση και να καταφέρει να την αποφύγει. Ίσως όλα αυτά να έχουν ξαναγίνει παλιότερα, και έτσι να εξηγούνται κάποιες ιδιοφυΐες εκτός τόπου και χρόνου, όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, και κάποιες μεταλλάξεις φυτών, όπως η οξυά με τα χαλκόχρωμα φύλλα στην Ελβετία του 1680. Αλλά, κι αν όλα αυτά είναι αβάσιμα, δεν έχουμε χρόνο για νέες θεωρίες.
Αισθάνομαι μοναξιά, αβεβαιότητα, αλλά στο βάθος ελπίδα. Οι φίλοι μου, που κατέγραφα προηγουμένως όσα μου αφηγήθηκαν, ο Αλκίνοος κι ο Γιάννης έχουν ήδη αναχρονίσει. Δεν λέμε ‘αναχωρήσει’, χρειάστηκε νέα λέξη για τις εξαφανίσεις, που συμβαίνουν παντού γύρω μας χωρίς να μπορούμε να τις συνηθίσουμε. Εγώ δεν αναχρόνισα ακόμη, γιατί δεν μου άρεσε η αναστάτωση που είδα να επικρατεί κατά την εποχή του κατακλυσμού. Φαίνεται πως αν σου αρέσει η νέα στιγμή μπορείς να της πεις «μείνε». Θα έρθει σύντομα η σειρά μου, μια που ο QVD είναι πολύ κοντά. Άλλωστε δεν επιθυμώ πια να παραμένω στο νέο περιβάλλον με τα λιγοστά φυτά, που φαίνεται ερημικό και αφιλόξενο.
Αφού έχετε βρει αυτές τις σημειώσεις μου, μπορείτε να συμπεράνετε ότι η Γη δεν καταστράφηκε τελικά. Απλά, τα πλάσματά της ξεκίνησαν μια καινούργια αρχή. Κι αν με ρωτούσατε ‘Quo Vadis Domine?’, θα σας έλεγα πως σκέφτομαι να πάω να μείνω στην ειρηνική εποχή της Γκοντβάνα, και είμαι ήδη φορτωμένος με όσα νομίζω πως θα χρειαστώ εκεί. Αν δεν την λένε έτσι, θα την ονομάσω εγώ έτσι. Και τα νέα ονόματα που θα δώσουμε θα γίνουν κάποτε αρχαία ιστορία.
Γεια σας, άγνωστοι φίλοι.

Δρ Διονύσ






(Το διήγημα υποβλήθηκε στο έβδομο λογοτεχνικό εργαστήρι της ΑΛΕΦ και μετά από τις παρατηρήσεις των συμμετεχόντων επιμηκύνθηκε λιγάκι).



2 σχόλια:

Μάνος είπε...

Εχω να πώ ότι ατενίζοντας τη γεμάτη μικρά κύματα θάλασσα κατάδερες και πήρα εντελώς το βλέμα μου απ'αυτήν και συγκεντρώθηκα στο "διήγημα" σου που το βρήκα εξαιρετικό, Ειλικρινά μπράβο σου.

Emmanuel Manolas είπε...

Ευχαριστώ!
Το διήγημα είναι μια προσπάθεια βαθμιαίας διεύρυνσης του χωροχρονικού πεδίου στο οποίο περιγράφεται η δράση.
Ξεκινάει από έναν κύριο μόνο του σε ένα δωμάτιο και
(αφού διαβάζουμε τις σημειώσεις στο τέλος,
συμπεραίνουμε πως έχουν γίνει στο απώτατο παρελθόν όσα λέει και)
μετά από χιλιετίες υπάρχουμε εμείς που τα μαθαίνουμε.